ταυτισμός

ταυτισμός
ο / ταὐτισμός, ΝΜ [ταυτίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταυτίζω, ταύτιση, εξομοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυτισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταυτίζω (βλ. λ.), η εξομοίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταύτιση — η, Ν [ταυτίζω] 1. ταυτισμός 2. η πράξη τής εξακρίβωσης τής ταυτότητας ενός ατόμου ή τής αναγνώρισης ενός πράγματος ή ενός συνόλου ως τέτοιου 3. (ψυχολ. ψυχανάλ.) α) διαδικασία με την οποία ένα υποκείμενο δανείζεται ένα εκφραστικό γνώρισμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • ταύτιση — η ταυτισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”